- κρυψίγονος
- κρυψίγονος, -ον (Α)αυτός που γεννήθηκε κρυφά, με μυστηριώδη τρόπο («κρυψίγονον μακάρων ἱερὸν θάλος», Ορφ. Ύμν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτ[ο]-) + -γονος (< γίγνομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυψίγονον — κρυψίγονος secretly born masc/fem acc sg κρυψίγονος secretly born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)